εὐαίσθητος — with quick senses masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευαίσθητος — η, ο (ΑΜ εὐαίσθητος, ον) αυτός που έχει ευερέθιστα αισθητήρια (δηλ. αντιλαμβάνεται γρήγορα τους εξωτερικούς ή εσωτερικούς ερεθισμούς και αντιδρά σ αυτούς), ο ευπαθής, ο εύθικτος νεοελλ. 1. αυτός που επηρεάζεται εύκολα από διάφορες καιρικές… … Dictionary of Greek
ευαίσθητος — η, ο 1. αυτός που επηρεάζεται εύκολα, αλλ. ευπαθής. 2. για όργανα μέτρησης, αυτός που δείχνει μεγάλη ακρίβεια: Ευαίσθητη ζυγαριά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐαισθητότερον — εὐαίσθητος with quick senses adverbial comp εὐαίσθητος with quick senses masc acc comp sg εὐαίσθητος with quick senses neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαισθητοτέρων — εὐαίσθητος with quick senses fem gen comp pl εὐαίσθητος with quick senses masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαισθητότατον — εὐαίσθητος with quick senses masc acc superl sg εὐαίσθητος with quick senses neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαισθήτως — εὐαίσθητος with quick senses adverbial εὐαίσθητος with quick senses masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαίσθητον — εὐαίσθητος with quick senses masc/fem acc sg εὐαίσθητος with quick senses neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαισθητοτάτους — εὐαίσθητος with quick senses masc acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαισθητοτέροις — εὐαίσθητος with quick senses masc/neut dat comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαισθητοτέρους — εὐαίσθητος with quick senses masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)